υμνώ

υμνώ
chanter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υμνώ — ὑμνῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α [ύμνος] 1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών τού 21» β. «οὔτ ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) 2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῡμεν, Σὲ εὐλογοῡμεν …   Dictionary of Greek

  • υμνώ — υμνώ, ύμνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υμνώ — ύμνησα, υμνήθηκα, υμνημένος 1. ψάλλω ύμνο, δοξολογώ, εγκωμιάζω το Θεό με εκκλησιαστικό ύμνο: Στις εκκλησίες υμνούμε τον Κύριο. 2. μτφ., πλέκω το εγκώμιο κάποιου, εξυμνώ, εγκωμιάζω. Ύμνησε τις ομορφιές του ελληνικού τοπίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑμνῶ — ὑμνέω sing of pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑμνέω sing of pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕμνω — ὕμνος hymn masc nom/voc/acc dual ὕμνος hymn masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕμνῳ — ὕμνος hymn masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕμνωι — ὕμνῳ , ὕμνος hymn masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυμνώ — καθυμνῶ, έω (Α) (επιτατ. τού υμνώ) εξυμνώ κάποιον ή κάτι, εγκωμιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑμνῶ < ὕμνος] …   Dictionary of Greek

  • καρκαίρω — (Α) 1. (για τη γη) σείομαι, δονούμαι από τα πατήματα ανδρών και αλόγων 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκάρκαιρεν ἐπλήθυεν» και «ἐκάρκαιρον ψόφον τινὰ ἀπετέλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. με επιτ. αναδιπλασιασμό. Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. car karti «υμνώ», που… …   Dictionary of Greek

  • προσυμνώ — έω, Α [ὑμνῶ] 1. εγκωμιάζω επί πλέον («σοὶ γὰρ καλὸν ὕμνον προσυμνήσω, ὦ σελήνη», Σχόλ. Θεοκρ.) 2. υμνώ κάποιον περισσότερο με εγκωμιαστικό άσμα …   Dictionary of Greek

  • συγγεραίρω — Α υμνώ, δοξάζω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεραίρω «υμνώ, δοξάζω» (< γέρας, τὸ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”